- θεωρικός
- θεωρικός, -ή, -όν (ΑΜ) [θεωρός]μσν.καταρτισμένος, μορφωμένος σε θέματα πίστεωςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, στην πανηγυρική αποστολή θεωρών, ο εορταστικός2. αυτός τον οποίο χρησιμοποιούν οι θεωροί3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεωρικόντο θεατρικό ταμείο4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεωρικά (ενν. χρήματα)τα χρήματα που δίνονταν από το δημόσιο ταμείο στους άπορους πολίτες για να πληρώσουν το εισιτήριο τού θεάτρου ή για να συμμετάσχουν στις εορτές.επίρρ...θεωρικῶς (Α)κατά τρόπο θεωρικό.
Dictionary of Greek. 2013.